Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

7 Ιαν 2018

“Σλα Μαχαλάς”: Μικρά και ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου



Του Ταξιάρχη (Μάκη) Δημητρίου


Κρίμα που δεν υπάρχουν πολλές παλιές φωτογραφίες του Σλα μαχαλά. Αλλά που να βρεθεί τότε, στη φτωχογειτονιά μας φωτογραφική μηχανή; Και ποιος άραγε  θα ξεκινούσε για να φωτογραφίσει τα «γύφτικα» εκτός από κάποιον  περιηγητή ή επαγγελματία φωτογράφο;
Θα προσπαθήσω όμως να σας κάνω μια περιγραφή της παλιάς γειτονιάς, από  ότι έχω ακούσει και  θυμάμαι κατά τα τέλη της 10ετίας του ’50...

 Άναρχα και χωρίς άδειες κτίζονταν τα σπίτια ως τη χρονιά που γεννήθηκα το  1955. Το σχέδιο, το μέγεθος και το ύψος του σπιτιού ήταν στη κρίση του νοικοκύρη και του μάστορα και εξαρτιόταν από το οικονομικό, όσον αφορούσε την επάρκεια των υλικών και την καλαισθησία τους.
Το έδαφος επικλινές  και  βραχώδες  έκανε τις χωματουργικές εργασίες πολύ δύσκολες έως αδύνατες. Με μπαζώματα και πρόχειρες επιχωματώσεις πάλευαν να ισιώσουν το πιο πρόσφορο σημείο για να στήσουν το σπιτικό τους.
Ελάχιστα ήταν τα πετρόκτιστα σπίτια. Κατάλληλες πέτρες δεν υπήρχαν στην περιοχή, οπότε η μεταφορά τους, οι αντίστοιχοι κτίστες και τα λοιπά υλικά, ήταν δυσπρόσιτη πολυτέλεια την εποχή εκείνη .
Κύριο δομικό υλικό στην περιοχή ήταν οι πλίθες. Φτιάχνονταν με εμπειρικές συνταγές, από χώμα, άχυρο, σβουνιές και νερό που τοποθετούνταν σε πρόχειρα ξύλινα  καλούπια αφού είχε ζυμωθεί με τα πόδια και τις γαλότσες και «ψηνόταν» στον ήλιο … Με αυτές χτιζόντουσαν τα σπίτια στο Σλα Μαχαλά. Ελάχιστα από αυτά μεταξύ των οποίων και το δικό μου που χρονολογείται από το 1936 (μετά από μια γενναία επισκευή) σώζονται στο πέρασμα του χρόνου… Βέβαια προϋπήρχαν και πιο πρόχειρες κατασκευές οι λεγόμενες «παράγκες» φτιαγμένες από ξύλα και τσίγκους αλλά και οτιδήποτε άλλο που μπορούσε να χρησιμεύσει στις ευφάνταστες αυτές δημιουργίες. Μια τέτοια παραγκούλα είχαμε στην άκρη της αυλής μας, όπου ο παππούς Μπακούμης αποθήκευε οτιδήποτε έβρισκε κατά τη συλλογή των απορριμμάτων και του φαινόταν χρήσιμο. Κρίμα που όλα αυτά πετάχτηκαν χωρίς αξιολόγηση  μετά τον θάνατό του.
Σε γενικές γραμμές ήταν η πρακτική εφαρμογή της φράσης «πενία τέχνας κατεργάζεται» και ακολουθούσε την ίδια λογική όλων των φτωχών ανθρώπων, απανταχού της Ελλάδος, για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών. Αξίζει να δει ή να ξαναδεί κανείς  παλιές Ελληνικές ταινίες όπως «συνοικία το όνειρο», «γειτονιά των αγγέλων» κ.λ.π. για να έχει μια παραπάνω εικόνα από τις δύσκολες εκείνες εποχές.  
Το χτίσιμο ενός σπιτιού ήταν υπόθεση όλης της γειτονιάς. Αυτοχρισμένοι  και συνήθως αυτοδίδακτοι μάστορες έφτιαχναν τις πλίθες και μαζί τους οι γείτονες σε ετοιμότητα να βοηθήσουν κουβαλώντας και κόβοντας τις πλίθες, φέρνοντας χώμα και νερό, ενώ οι γυναίκες ήταν στη τροφοδοσία για ένα μεζέ και κρασί. Αυτό το τελευταίο μαζί με την απουσία σχεδίου, μέτρησης και επίβλεψης (το αλφάδι ή το νήμα της στάθμης ήταν άγνωστες λέξεις, όλα μετριούνταν επί τόπου και με το «μάτι», 5 – 10 ανακρίβεια ), ήταν μάλλον μια από τις αιτίες, που τοίχο ίσιο δεν έβλεπες σε κανένα σπίτι. Πόρτες και παράθυρα φτιαγμένα από μαραγκό ή κάποιον με γνώσεις μαραγκού και ενσωματωμένα στη δόμηση  και κεραμίδια στη στέγη ταβανωμένα με σανίδες ή χαρτόξυλο. Κι όμως τηρουμένων των αναλογιών τα σπιτάκια αυτά αποδείχθηκαν γερά και κάλυψαν τις στεγαστικές ανάγκες των κατοίκων για πολλά χρόνια. Κάθε οικογενειακή μεταβολή έφερνε προσθήκες δωματίων, εσωτερικές μετακομίσεις και αλλαγές στις χρήσεις των χώρων των σπιτιών. Έτσι  έβλεπες νέα καμαράκια να ξεφυτρώνουν κολλητά στο αρχικό ή σε άλλο πιο κατάλληλο σημείο του οικοπέδου πολλές φορές ψηλότερα ή χαμηλότερα από αυτό, προσφέροντας κι αυτά την πινελιά τους στο ανάγλυφο της περιοχής.
Με τη ίδια λογική και το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου επεκτάθηκε δύο φορές για να καλύψει τις ανάγκες του αυξανόμενου εκκλησιάσματος το 1964 με επέκταση του κυρίως Ναού και κατασκευή καμπαναριού σε άλλο σημείο του περίβολου και το 1971 με κατασκευή βοηθητικών χώρων υγιεινής και αποθήκευσης.  [1] 
Συνήθως τα νέα καμαράκια συνοδευόντουσαν και από τα απαραίτητα προικοσύμφωνα προς τους γαμπρούς. (Με ένα τέτοιο προικοσύμφωνο πήρε ο πατέρας μου στην κατοχή του το σπίτι με το οικόπεδο, που έδωσε ο παππούς μου  προίκα στη μητέρα μου. Και με τον καιρό και σπίτι από μπετόν έχτισε και ένα κομμάτι του οικοπέδου πούλησε κάποια στιγμή που βρέθηκε σε ανάγκη. Όταν ήρθε η ώρα να τα μοιράσει σε εμένα και την αδελφή μου ανακάλυψε ενώπιον του συμβολαιογράφου ότι πλέον τίποτε δεν του ανήκε. Είχε στο μεταξύ καταργηθεί η προίκα και το προικοσύμφωνο εθεωρείτο πλέον ως γονική παροχή όχι προς τον πατέρα μου αλλά προς την μητέρα μου. Για μήνες μετά έβριζε  τον Ανδρέα Παπανδρέου …)
Όταν ξεκίνησε η οικιστική ανάπτυξη στα τέλη του ’60 οπότε χτίζονταν νέα σπίτια από

μπετόν τα περισσότερα πλιθόκτιστα κατεδαφίστηκαν και μπάζωσαν με τα υλικά τους τα κατηφορικά οικόπεδα. Ωστόσο και παρά τα μπαζώματα η κατωφέρεια είναι τόσο έντονη που τα νέα σπίτια ήταν ισόγεια από τη μία πλευρά και τριώροφα από την άλλη.  Αυτή την εποχή έγιναν και πολλά ευτράπελα μεταξύ των κατοίκων. Με το που άρχισαν να χτίζονται οι νέες  οικοδομές με άδειες, τοπογραφικά και μηχανικούς, άρχισε να δουλεύει το Ελληνικό δαιμόνιο που δεν αφήνει τους Έλληνες να μονοιάσουν στα καλά. Όλοι έβλεπαν φανταστικούς εχθρούς και επίδοξους καταπατητές, που επιβουλεύονταν κάποιους πόντους των δικών τους οικοπέδων και επιτηρούσαν ευλαβικά τις ξένες οικοδομικές εργασίες, έτοιμοι για καυγά. Πείσμα στο πείσμα και μέτρημα στο μέτρημα, εξαφανίστηκαν πολλά στενά διέλευσης, έγιναν δίκες και χάλασαν φιλίες .   
Η οδοποιία  ακολούθησε το έδαφος, σαν ατραπός (φαρδύ μονοπάτι) στην αρχή και μετά την όση διάνοιξη ήταν δυνατόν να γίνει, μέσα στον ήδη διαμορφωμένο οικισμό, σαν κανονικός δρόμος. Από την οδό Καποδιστρίου ανέβαινε η σημερινή οδός Λεβαδίτου [2]  (πρώην Μιαούλη), για να συνεχίσει μετά την διασταύρωσή της με την οδό Εκκλησιών ως Ηφαίστου  και μετά από μια κλειστή αριστερή στροφή ως οδός

Μπιζανίου [3] (πρώην οδός Φρουρίου) [4]. Πέραν αυτού άλλος δρόμος δεν υπήρχε αλλά ούτε και σήμερα υπάρχει, παρά  μόνο πάροδοι και σκαλιά για τη διέλευση των κατοίκων.  Εδώ αξίζει να κάνω μια αναφορά στην οδό Αγησιλάου, που χαράχθηκε και αποτυπώθηκε στο σχέδιο πόλης που είναι προγενέστερο του 1973 [5] η οποία περνάει μπροστά από το σπίτι μου  και συνεχίζει να υφίσταται μέχρι και σήμερα στο χάρτη [6] . Το αξιοσημείωτο είναι ότι η οδός Αγησιλάου δεν υπήρξε ποτέ.

 



Σημειώσεις
1. Το ιστορικό των επισκευών και προεκτάσεων του παρεκκλησίου αναφέρεται στο βιβλίο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΛΑΜΙΑΣ του Χρήστου Παλάντζα που εξεδόθη από την Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδας σελ.65-66.
2. Προς τιμήν του στρατιωτικού γιατρού Ιωάννη Λεβαδίτη  του Περικλή , που σκοτώθηκε στο Μπιζάνι το 1918 σε ηλικία 32 ετών (η μετονομασία έγινε επί δημαρχίας του Στυλιανού Αναστασίου). Ως οδός Μιαούλη  απεικονίζεται στο βιβλίο του Γ. Πλατή  «ΛΑΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ σε σχέδιο πόλης του 1912 σελ. 182 .
3.  Πιθανώς η ονοματοδοσία είναι συμπληρωματική της οδού Λεβαδίτου.
4.  Όπως αναφέρεται σε τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Δημ. Κωστή του 1957, θεωρημένο από τον νομομηχανικό Φθιώτιδας στις 14/2/1958.
5. Το σχέδιο πόλης υπάρχει στο βιβλίο του Γ. Πλατή  «ΛΑΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ σελ.190 – 191.
6.  Τη βρήκαμε προσπαθώντας να κάνουμε μοναδικό εντοπισμό οικοπέδου στο Ε9 το 2017.
                                                                                   
ΈΡΕΥΝΑ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου